- ξωμένω
- ξώμεινα, μένω έξω από το σπίτι, στο ύπαιθρο: Χτες βράδυ ξωμείναμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξωμένω — μένω έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω, με σίγηση τού αρκτ. ε , + μένω] … Dictionary of Greek